- εξανθίζω
- και εξανθώ, -έω (AM ἐξανθίζω)1. κάνω κάτι ν' ανθίσει2. μέσ. κόβω άνθη, μαζεύω λουλούδια3. ανθολογώ, διαλέγω, σχηματίζω ανθολογίααρχ.1. (γεν. και μτφ.) στολίζω με άνθη, χρωματίζω με ανθηρά, ποικίλα χρώματα και γενικά στολίζω, κοσμώ, διακοσμώ, διαποικίλλω2. (για φαγητό) γαρνίρω, διακοσμώ.
Dictionary of Greek. 2013.